Ζούμε σε μια περίοδο θέλω να πιστεύω όπου η ψυχική υγεία έχει μπει στο προσκήνιο και τείνει να γίνει προτεραιότητα για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χώρας μας. Με ποιο τρόπο ασχολείται ο καθένας με την ψυχική του υγεία, την προσωπική του ανάπτυξη, την αυτοβελτίωση, την ευεξία του κλπ., και με ποιο τρόπο θα θέλαμε εμείς οι ειδικοί να προσεγγίζει ο καθένας το ζήτημα “εαυτός”, είναι ένα ζήτημα όπου άλλοτε οι δύο πλευρές ταυτίζονται κι άλλοτε μιλάμε για διάσταση απόψεων. 

Όπως και να έχει όμως η έναρξη ενός διαλόγου πάνω σε αυτό το κοινό θέμα θα είναι σίγουρα εποικοδομητική και για τις δύο πλευρές και ίσως οδηγήσει την κοινωνία μας, ή έστω την μικρή κοινωνία ανθρώπων στην οποία ανήκει ο καθένας, ένα βήμα πιο κοντά στην κατανόηση του τι σημαίνει θεραπεία του ατόμου, του ψυχισμού του, των τραυμάτων του και τελικά της προσωπικότητας του η οποία μπορεί να πάσχει.

Τι σημαίνει όμως θεραπεία και γιατί πρέπει απαραίτητα να πάσχω από κάποια ασθένεια, ψυχική ή σωματική; Πώς διακρίνω τα συμπτώματα που θα με οδηγήσουν να το ψάξω λίγο παραπάνω; Κι αν διαβλέπω κάτι που δεν μ’ αρέσει στον εαυτό μου ή με εμποδίζει στις σχέσεις μου με τους άλλους, γιατί πρέπει απαραίτητα να φταίω εγώ; Σε ποιο βαθμό οι δυσκολίες μου να αντιμετωπίσω/να διαχειριστώ τα προβλήματα/τις προκλήσεις της ζωής, οφείλονται στην πατρική μου οικογένεια (στους γονείς ή σε οποίον με μεγάλωσε), και σε ποιο βαθμό είναι τελικά επιλογή μου;

Όλα αυτά είναι ερωτήματα που μπορεί να μας βασανίζουν και να μην ξέρουμε πώς να τα συζητήσουμε και με ποιον. Κατά τη δική μου γνώμη αυτές είναι συζητήσεις που θα μπορούσαν να γίνονται και χωρίς την παρουσία κάποιου ειδικού. Είναι ένας διάλογος που χρειάζεται να γίνεται συχνά στη ζωή μας, πρώτα εσωτερικά με τον εαυτό μας κι ύστερα με τους γύρω μας ή και αντίστροφα. Θα ήταν καλό με λίγα λόγια να μπορούσαμε να μιλάμε ελεύθερα για ό,τι αφορά τον εσωτερικό μας κόσμο, τις σκέψεις και τα συναισθήματα μας και να γίνεται διάλογος πάνω σε αυτά. Δύσκολο; Το γνωρίζω… Ακόμα κι εγώ που  έχω μια ειδικότερη γνώση αφήνομαι πολύ εύκολα και παρασύρομαι από τα καθημερινά θέματα που απασχολούν όλους μας, ή γίνομαι απλός παρατηρητής των συνομιλητών μου όσον αφορά το εκάστοτε θέμα συζήτησης ή στην χειρότερη απαξιώνω μια συναναστροφή ή μια συνάντηση εκ των προτέρων, λόγω πεποιθήσεων, προκαταλήψεων ή καταπιεσμένων συναισθημάτων Παρ’ όλα αυτά, όσες φορές συμμετέχω σε κάποια αποκάλυψη για τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τα μοτίβα των δικών μου συμπεριφορών, τα κατάλοιπα της παιδικής μου ηλικίας, ή όσες φορές κάποιος ή καποια από τους συνομιλητές μου καταθέσει αβίαστα κάποιο κομμάτι ή στοιχείο του εαυτού του που δεν έχω μέχρι τότε γνωρίσει, αισθάνομαι την καρδία μου να χτυπά πιο δυνατά και νιώθω ζωντανή. Νιώθω ότι γίνομαι συμμέτοχος κι όχι απλός παρατηρητής των γεγονότων, άρα κι ότι μπορώ να δημιουργήσω κι όχι απλά να αναπαράγω στιγμές και σχέσεις.

Όσον αφορά λοιπόν το ερώτημα του τίτλου, “Ποιος χρειάζεται την ψυχοθεραπεία;”, η απάντηση μου είναι ποιος δεν την χρειάζεται τελικά; Ποιος δεν κουβαλά τραύματα, κολλήματα, πεποιθήσεις του παρελθόντος που τον εμποδίζουν να ζήσει στο παρόν και να σχεδιάσει το μέλλον; Ποιος μπορεί να πει ότι τα γνωρίζει όλα για τον εαυτό του και για τους άλλους; Ποιος στην πορεία της ζωής δεν ένιωσε μόνος, δεν συγκάλυψε ένα συναίσθημα του, δεν σκέφτηκε να αποδράσει από μια σχέση ή την πιθανότητα μιας σχέσης, δεν συμβιβάστηκε με κάτι που δεν του ταίριαξε, δεν πόθησε να αλλάξει τον κόσμο, τον εαυτό του, τα πάντα γύρω του;

 Αναρωτιέται όμως κανείς πού βρίσκονται οι καλοί συνομιλητές; Πού μπορεί κάποιος να θέσει το πρόβλημα του και πραγματικά να ακουστεί; Πώς θα μάθουμε να συζητάμε ελεύθερα για ό,τι μας απασχολεί και ταυτόχρονα να ακούμε και να κατανοούμε τον όποιο συνομιλητή μας; Καλώς η κακώς η απάντηση σε ένα ερώτημα διεγείρει αμέσως το επόμενο. Η συνέχεια λοιπόν στο επόμενο άρθρο με τίτλο: “ Πόση ανθρωποκεντρική παιδεία έχουμε αποκτήσει;”

Άννυ Μερτζάνη